- μετακυλώ
- και μετακυλίω (Α μετακυλίω, Μ μετακυλῶ, -άω) [κυλώ/κυλίω]μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτινεοελλ.(για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερομσν.μέσ. μετακυλῶμαι, -άομαι(για τον τροχό τού χρόνου) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλιαρχ.παθ. υφίσταμαι μετακύλιση.
Dictionary of Greek. 2013.